μονόκλωνος

μονόκλωνος
-η, -ο
1. αυτός που έχει ένα μόνο κλωνάρι ή βλαστό: Μονόκλωνο φυτό.
2. νήμα που αποτελείται από ένα μόνο κλώνο: Μονόκλωνη κλωστή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονόκλωνος — with a single stem masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόκλωνος — η, ο (ΑΜ μονόκλωνος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο νεοελλ. 1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή 2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο 3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» ανοσοσφαιρίνη η οποία… …   Dictionary of Greek

  • μονόκλωνον — μονόκλωνος with a single stem masc/fem acc sg μονόκλωνος with a single stem neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκλώνου — μονόκλωνος with a single stem masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκλώνους — μονόκλωνος with a single stem masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκλωνικός — ή, ό [μονόκλωνος] βιολ. μονόκλωνος («μονοκλωνικό αντίσωμα») …   Dictionary of Greek

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”